- αντιποιητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αντίθετος ή ασυμβίβαστος με την ποίηση: Στο έργο του οι κριτικοί βρίσκουν πολλά αντιποιητικά στοιχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιποιητικός — (I) ή, ό ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical γαλλ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Καραβίας, Πάνος — (Αθήνα 1905 – 1985). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα,… … Dictionary of Greek